Διάγνωση και σταδιοποίηση
Η διάγνωση του σαρκώματος μπορεί να είναι περίπλοκη και απαιτεί εμπειρία κι εξειδίκευση και περιλαμβάνει κλινικό έλεγχο, λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, απεικονιστικό έλεγχο και λήψη βιοψίας. Οι κακοεκτελεσμένες βιοψίες μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερο κίνδυνο δυσμενών αποτελεσμάτων και εξόδων.
Ο απεικονιστικός έλεγχος περιλαμβάνει μαγνητική τομογραφία, η οποία είναι πιο χρήσιμη όταν απεικονίζονται σαρκώματα μαλακών μορίων που εντοπίζονται στα άκρα. Η αξονική τομογραφία έχει καλύτερο αποτέλεσμα στην απεικόνιση όγκων που είναι οπισθοπεριτοναϊκοί, ενδοκοιλιακοί ή στον κορμό. Άλλες απεικονιστικές εξετάσεις που συμβάλλουν στη διάγνωση είναι η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και το υπερηχογράφημα.
Μετά τον απεικονιστικό έλεγχο, πραγματοποιείται λήψη βιοψίας, η οποία θα πρέπει να εκτελείται από μια ομάδα που αποτελείται από ορθοπεδικό χειρουργό, ακτινολόγο και παθολόγο εκπαιδευμένο σε όγκους για να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται και αναλύονται τα βέλτιστα δείγματα χωρίς να διακυβεύεται η τελική χειρουργική θεραπεία και η περιττή μόλυνση.
Το δείγμα ιστού από τον όγκο αποστέλλεται προς εργαστηριακή εξέταση. Η ιστολογική διάγνωση είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κατά τη σταδιοποίηση του όγκου και τον προσδιορισμό της επιθετικότητάς του και της πρόγνωσης. Τα αποτελέσματα της ιστοπαθολογικής εξέτασης συνεκτιμώνται με άλλους παράγοντες, όπως η θέση και το
μέγεθος του όγκου για τον προσδιορισμό του σταδίου του καρκίνου. Η σταδιοποίηση του σαρκώματος καθορίζει και το θεραπευτικό πλάνο και η τελική απόφαση παίρνεται κατά τη διάρκεια του διεπιστημονικού συμβουλίου.
Θεραπεία σαρκώματος μαλακών μορίων
Τα σαρκώματα αντιμετωπίζονται με συνδυασμό χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας και χειρουργικής αφαίρεσης του όγκου. Οι χειρουργικές επεμβάσεις για σάρκωμα μπορεί να είναι μερικές από τις πιο περίπλοκες επεμβάσεις που γίνονται στο ανθρώπινο σώμα. Η αναδόμηση της χειρουργικής περιοχής λαμβάνει χώρα συνήθως την ίδια στιγμή που αφαιρείται ο όγκος. Το σχέδιο θεραπείας και η αποκατάσταση θα εξαρτηθούν από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του τύπου του σαρκώματος, της θέσης, του βαθμού, του μεγέθους του όγκου και της ηλικίας του ασθενούς.
Το σάρκωμα αντιμετωπίζεται καλύτερα από χειρουργούς που ειδικεύονται σε αυτόν τον τύπο καρκίνου και τον αντιμετωπίζουν καθημερινά. Η παραπομπή σε ειδικό για το σάρκωμα για θεραπεία, ή τουλάχιστον μια δεύτερη γνώμη, είναι κρίσιμης σημασίας. Είναι σύνηθες φαινόμενο τα σαρκώματα να επιστρέφουν ως συνέπεια καθυστερημένης ή εσφαλμένης θεραπείας και λανθασμένης διάγνωσης, από άπειρους μη ειδικούς.
Τελικά, η επιτυχία της διαχείρισης ενός υπόπτου σαρκώματος μαλακού ή οστικού ιστού εξαρτάται από την έγκαιρη παραπομπή σε μια εξειδικευμένη διεπιστημονική ομάδα που αποτελείται από χειρουργούς σαρκώματος, παθολόγους, ογκολόγους και ακτινολόγους. Ο Δρ. Παναγιώτης Γκίκας ηγείται της πρώτης τέτοιας μονάδας που ειδικεύεται στη διαχείριση σαρκωμάτων οστών και μαλακών ιστών στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Εργάζεται επίσης στην περίφημη Cleveland Clinic στο Λονδίνο και συνεργάζεται με το ογκολογικό κέντρο της Τράπεζας Κύπρου.