Διάγνωση
Το κάταγμα του ισχίου διαγιγνώσκεται με ακτινολογικό έλεγχο. Όταν η ακτινογραφία δεν επαρκεί για να επιβεβαιωθεί ένα κάταγμα ισχίου, τότε μπορεί να απαιτηθεί μαγνητική ή αξονική τομογραφία.
Αντιμετώπιση
Η ενδεδειγμένη θεραπεία για την αντιμετώπιση ενός κατάγματος στο ισχίο είναι χειρουργική. Σπανίως, ένα κάταγμα ισχίου δεν απαιτεί χειρουργική θεραπεία, αλλά είναι αρκετά σταθερό ώστε να αρκεί η συντηρητική αντιμετώπιση με παρακολούθησή του.
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι χειρουργικής αντιμετώπισης καταγμάτων ισχίου και η επιλογή τους είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, από τη φύση και τη θέση του κατάγματος, ως την ηλικία, τη γενική υγεία και το ιατρικό ιστορικό εκάστου ασθενούς.
Σε νεαρότερους ασθενείς συνήθως προτιμάται η στερέωση του κατάγματος με κοχλίωση (μεμονωμένες βίδες) ή ολισθαίνοντα ήλο (πλάκα με βίδες).
Σε πιο ηλικιωμένους ασθενείς, η ενδεδειγμένη θεραπεία αφορά σε μερική ή ολική αρθροπλαστική του ισχίου, δηλαδή στην αντικατάσταση της κεφαλής του μηριαίου οστού με ή χωρίς την κοτύλη, ανάλογα με την περίπτωση, από ένα τεχνητό εμφύτευμα.
Η πλέον σύγχρονη, ασφαλής κι αποτελεσματική μέθοδος αρθροπλαστικής του ισχίου είναι η μέθοδος AMIS. Η αρθροπλαστική ισχίου με τη μέθοδο AMIS (Anterior Minimally Invasive Surgery) είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που προστατεύει τους μύες σε σχέση με την παραδοσιακή επέμβαση αντικατάστασης ισχίου.
Τα οφέλη για τον ασθενή είναι πολλά και σημαντικά, όπως η ελαχιστοποίηση της αιμορραγίας, του μετεγχειρητικού πόνου και του κινδύνου επιπλοκών από το χειρουργείο, η άμεση κινητοποίηση του ασθενούς, ο οποίος σηκώνεται και περπατά την ημέρα της επέμβασης, η δυνατότητα επιστροφής στο σπίτι την ίδια ημέρα και η ταχύτατη ανάρρωση και επάνοδος στην καθημερινότητα.